ακαδημαΐζω

ακαδημαΐζω
1. ακολουθώ τις απόψεις τής ακαδημίας
2. υποπίπτω σε ακαδημαϊσμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ακαδημία + -αΐζω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ακαδημία — η (Α Ἀκαδημία) νεοελλ. 1. ανώτατο πνευματικό ίδρυμα που αποβλέπει στην προαγωγή τής επιστήμης και τής τέχνης 2. το κτήριο όπου στεγάζεται η Ακαδημία 3. ανώτερη σχολή θεωρητικών ή πρακτικών σπουδών «Παιδαγωγική Ακαδημία» αρχ. η Ακαδήμεια. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”